- τεταρτικός
- -ή, -όν, Α [τέταρτος]1. αυτός που καταλαμβάνει την τέταρτη θέση («τεταρτικού ἀφετικοῡ ἀστέρος», Βέττ. Βάλ.)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τεταρτικάπιθ. (στην Αίγυπτο) ένας από τους φόρους που ήταν προορισμένος για το βασιλικό ταμείο.
Dictionary of Greek. 2013.